- μεταλλακτήρας
- [-ήρ (-ηρος)] ο эл. каскадный преобразователь
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μεταλλακτήρας — ο (Α μεταλλακτήρ, ῆρος) νεοελλ. (ηλεκτρολ.) μετατροπέας κυρίως τού εναλλασσόμενου ρεύματος σε συνεχές και σπανιότερα τού συνεχούς σε εναλλασσόμενο αρχ. αυτός που μεταλλάσσει, που μεταβάλλει. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεταλλάσσω + επίθημα τήρ) … Dictionary of Greek